- γιαπί
- το(λ. τουρκ.), σκελετός οικοδομής της οποίας το χτίσιμο δεν έχει ολοκληρωθεί: Όλη μέρα στο γιαπί τον έκαψε ο ήλιος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γιαπί — το 1. ο σκελετός οικοδομής υπό κατασκευήν 2. οι σκαλωσιές μιας οικοδομής 3. ατέλειωτη οικοδομή. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < τουρκ. yapi] … Dictionary of Greek
γιαπιτζής — ο αυτός που εργάζεται στο γιαπί, ο οικοδόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)